- ἐμφαρύγγομαι
- ἐμφᾰρύγγομαι, [tense] aor. 1 part. -υξάμενος,A gulp down, Com.Adesp.996, Dsc.Ther.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφαρύγγομαι — ἐμφαρύγγομαι και ἐμφαρύσσομαι (Α) θέτω μέσα στον φάρυγγα, καταβροχθίζω, τρώω … Dictionary of Greek